- μονόσκηπτρος
- μονόσκηπτρος, -ον (Α)αυτός που κυβερνά μόνος του, μοναρχικά, με μοναρχικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σκηπτρος (< σκῆπτρον), πρβλ. φιλό-σκηπτρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσκήπτροισι — μονόσκηπτρον masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) μονόσκηπτρος wielding the sceptre alone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοσκήπτρου — μονόσκηπτρον masc/fem/neut gen sg μονόσκηπτρος wielding the sceptre alone masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)